αμφιέζω

αμφιέζω
ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. τού ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀμφιάζω*.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιέζω — ἀμφιάζω ciothe pres subj act 1st sg ἀμφιάζω ciothe pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιάζω — ἀμφιάζω (Α) (μεταγενέστερο αντί τού ἀμφιέννυμι) περιβάλλω με ενδύματα κάποιον ή κάτι, ενδύω, ντύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + άζω, αναλογικά με τα ρ. σε άζω (πρβλ. λ.χ. ἀντιάζω). Πρόκειται για μεταπλασμένο στους ελληνιστικούς χρόνος τ. τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”